ξενοπλένω

ξενοπλένω
και ξενοπλύνω
πλένω ξένα ρούχα με αμοιβή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξενοπλένω — ξενοπλένω, ξενόπλυνα βλ. πίν. 195 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξενοπλένω — και ξενοπλύνω πλένω ρούχα σε ξένα σπίτια ή στο σπίτι μου: Η μητέρα του ξενοπλένει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

  • πλύνω — ΝΜΑ, πλένω Ν καθαρίζω κάτι μέσα σε νερό ή ρίχνοντας πάνω του νερό (α. «πλένω την αυλή» β. «ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτάς», ΚΔ) νεοελλ. 1. πλένω τα χέρια, το πρόσωπό μου, νίβω 2. (σχετικά με ρούχα) κάνω μπουγάδα, κάνω πλύση αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”